- εκπληρώ
- βλ. εκπληρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπληρῶ — ἐκπληρόω fill up pres subj act 1st sg ἐκπληρόω fill up pres ind act 1st sg ἐκπληρόω fill up pres subj act 1st sg ἐκπληρόω fill up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… … Dictionary of Greek
εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β … Dictionary of Greek
παρεκπληρώ — όω, Α 1. γεμίζω κάτι εντελώς 2. στοιβάζω 3. συσκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπληρῶ «φέρνω σε πέρας, γεμίζω κάτι εντελώς»] … Dictionary of Greek
προεκπληρώ — όω, Α γεμίζω εκ τών προτέρων εντελώς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκπληρῶ «γεμίζω κάτι εντελώς»] … Dictionary of Greek
προσεκπληρώ — όω, Α [ἐκπληρῶ] 1. κλείνω, γεμίζω ένα άνοιγμα επί πλέον 2. συμπληρώνω επιπροσθέτως («προσεκπληροῡν τὰς τιμήσεις», επιγρ.) … Dictionary of Greek
συνεκπληρώ — όω, Α [ἐκπληρῶ / ώνω] συνεκπίμπλημι* … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek